- λοιμός
- ο (AM λοιμός)νεοελλ.λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία τουμσν.-αρχ.η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῡ ἐμνημονεύετο γενέσθαι», Θουκ.)αρχ.1. όλεθρος, καταστροφή2. (ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που επιφέρει τον όλεθρο, φθοροποιός, καταστρεπτικός (α. «οἱ χείριστοι καὶ τοῑς θεοῑς ἐχθροὶ καὶ λοιμῶν αἴτιοι», Πολ.β. «μὴ δῷς τὴν δούλην σου εἰς θυγατέρα λοιμήν», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται συγγενές με το λιμός, οπότε ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *lοι- τής ΙΕ ρίζας *leı- «αδυνατίζω, αποδυναμώνομαι» (πρβλ. λιθουαν. liesas «αδύνατος»). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με το λοιγός*. (Η γλώσσα τού Ησυχίου λοιτός: λοιμός θεωρείται λανθασμένη γραφή αντί λοιγός: λοιμός). Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι το λοιμός προήλθε από συμφυρμό τών λοιγός και λιμός. Τέλος, υποστηρίχθηκε και η συγγένειά του με το λείβω.ΠΑΡ. λοιμικός, λοιμώδηςαρχ.λοιμεύομαι, λοίμιος, λοιμότης, λοιμώσσω.ΣΥΝΘ. αρχ. λοιμοποιόςνεοελλ.λοιμόβλητος, λοιμογόνος, λοιμοκαθαρτήριος].
Dictionary of Greek. 2013.